Γραμματική Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Α-Β-Γ Γυμνασίου)
back next
5. ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

Παρατακτική και υποτακτική σύνδεση
Ονοματικές προτάσεις (ειδικές, βουλητικές,ενδοιαστικές, πλάγιες ερωτηματικές, αναφορικές)
Επιρρηματικές προτάσεις (αιτιολογικές, τελικές, αποτελεσματικές ή συμπερασματικές, υποθετικές,εναντιωματικές και παραχωρητικές, χρονικές, αναφορικές)

 

Οι προτάσεις ως προς τη σχέση τους με άλλες προτάσεις διακρίνονται σε κύριεςανεξάρτητες) και δευτερεύουσες

εξαρτημένες). Όταν στον λόγο χρησιμοποιούνται περισσότερες από μία προτάσεις, αυτές μπορούν:

 

α) Είτε να μη συνδέονται μεταξύ τους με συνδέσμους (ασύνδετο σχήμα), π.χ. Οι απόφοιτοι του σχολείου μας ήρθαν προχθές στο σχολείο, επισκέφθηκαν τους χώρους του, μίλησαν με τους καθηγητές τους, συγκινήθηκαν.

β) Είτε να συνδέονται με συνδέσμους, π.χ. Οι καθηγητές της Β΄ τάξης έχουν πολλές απαιτήσεις από τους μαθητές και βάζουν μικρούς βαθμούς. Έφυγε ξαφνικά, γιατί θύμωσε.

Σ' αυτήν την περίπτωση η σύνδεση είναι δύο ειδών: η παρατακτική, που γίνεται με παρατακτικούς συνδέσμους, και η υποτακτική, που γίνεται με υποτακτικούς συνδέσμους.

5.1
Παρατακτική σύνδεση

Η παρατακτική σύνδεση γίνεται:

 

α)   Με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους και (κι), ούτε, μήτε (και ουδέ, μηδέ σε παλιότερα κείμενα). Με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους οι προτάσεις συνδέονται είτε καταφατικά, π.χ. Η Φιλίτσα διάβασε και έγραψε, είτε αποφατικά, π.χ. Η Φιλίτσα ούτε διάβασε ούτε έγραψε. Ο πιο συχνός συμπλεκτικός σύνδεσμος είναι ο και (κι), ο οποίος κατά τη σύνδεση δύο ή περισσότερων προτάσεων παίρνει διάφορες σημασίες, ορισμένες από τις οποίες είναι οι εξής:

Παρατακτική, π.χ. Η Σμαρώ βλέπει ελληνικές ταινίες και ακούει μουσική.

Χρονική, π.χ. Η Νίκη άκουγε μουσική και έλυνε τις ασκήσεις (ενώ άκουγε μουσική …).

Αιτιολογική, π.χ. Κάλεσε την αδελφή σου αύριο εδώ, και θέλω να της πω κάτι (επειδή θέλω …).

Αναφορική, π.χ. Είσαι γονιός κι έχεις δύο γιους (ο οποίος έχεις …).

Αποτελεσματική, π.χ. Είναι απλός στρατιώτης και κάνει ό,τι του πουν (γι' αυτό κάνει …).

Συχνά το και μπορεί να αντικαθιστά το να που εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις, π.χ. Άρχισε και βρέχει.

 

β)   Με τους αντιθετικούς συνδέσμους αλλά, μα, παρά, όμως, ωστόσο, ενώ, μολονότι, αν και, μόνο (που).Με τους αντιθετικούς συνδέσμους η σύνδεση μπορεί να είναι είτε απλή, π.χ. Δε θέλει τίποτε άλλο παρά την ησυχία του, είτε επιδοτική, π.χ. Τον υποχρέωσε όχι μόνο να διαβάζει τα κείμενα που έπαιρνε αλλά και να απαντά σε όλες τις επιστολές.

 

γ)   Με τους διαχωριστικούς συνδέσμους ή, είτε. Με τους διαχωριστικούς συνδέσμους συνδέονται δύο ή περισσότερες προτάσεις, π.χ. Οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου είτε θα είναι στο σχολείο είτε θα διαβάζουν. Oι συμπλεκτικοί σύνδεσμοι ούτε και μήτε μπορούν να χρησιμοποιούνται επίσης ως διαχωριστικοί, όταν εκφράζεται άρνηση, π.χ. Oύτεήρθε ούτε έστειλε μήνυμα.

 

δ)   Με τους συμπερασματικούς συνδέσμους λοιπόν, ώστε, άρα, επομένως, π.χ. Όλα τα έκανε όπως μας υποσχέθηκε. Άρα είναι αξιόπιστος άνθρωπος.

 

Oρισμένοι από τους παρατακτικούς συνδέσμους που αναφέρθηκαν χρησιμοποιούνται και ως υποτακτικοί, π.χ. ενώ, ώστε, μολονότι. Στην παρατακτική χρήση των συνδέσμων αυτών προηγείται τελεία ή άνω τελεία, π.χ. Με ρωτούσε συνεχώς διάφορα πράγματα· ενώ δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

5.2
Υποτακτική σύνδεση

Η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων γίνεται με τους υποτακτικούς συνδέσμους (ειδικοί, χρονικοί, αιτιολογικοί, υποθετικοί, τελικοί, αποτελεσματικοί, ενδοιαστικοί ή διστακτικοί, εναντιωματικοί/παραχωρητικοί, συγκριτικός, βουλητικός), με αναφορικές και ερωτηματικές αντωνυμίες, καθώς και αναφορικά και ερωτηματικά επιρρήματα. Οι δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες) προτάσεις που εισάγονται με τα παραπάνω χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:

 

α) Στις ονοματικές προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως ουσιαστικά (υποκείμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ.) και

β) Στις επιρρηματικές, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως προσδιορισμοί του ρήματος, όπως δηλαδή τα επιρρήματα. Στις επιρρηματικές προτάσεις περιλαμβάνονται και όσες δηλώνουν παρομοίωση, στέρηση και σύγκριση και εισάγονται με τα σαν να, χωρίς / δίχως να και παρά να αντίστοιχα.

α. Ονοματικές προτάσεις

Στις ονοματικές προτάσεις ανήκουν οι ειδικές, οι βουλητικές, οι ενδοιαστικές, οι πλάγιες ερωτηματικές και οι αναφορικές ονοματικές προτάσεις 1.

Ειδικές προτάσεις

 

Ειδικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους (πως, που, ότι) και με τις οποίες εξειδικεύεται κατά κάποιο τρόπο το νόημα του ρήματος ή του ονόματος ή μιας περίφρασης.

Οι ειδικές προτάσεις λειτουργούν ως:

Αντικείμενο σε ρήματα και περιφράσεις που έχουν τη σημασία του λέω, δηλώνω, νομίζω, νιώθω, καταλαβαίνω, γνωρίζω κτλ., π.χ. Ξέρω πολύ καλά ότι ο Γιώργος θα έρθει στην ώρα του.

Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, π.χ. Λέγεται ότι ο καιρός θα χαλάσει.

Επεξήγηση (σπανιότερα προσδιορισμός) σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων των προηγούμενων παραγράφων, και σε δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Προχθές στο σχολείο μας βγήκε μια φήμη, ότι θα μας επισκεφθεί ο υπουργός. Έχει την ελπίδα ότι θα πετύχει.

Οι ειδικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με οριστική απλή και με οριστική που δηλώνει την τροπικότητα της δυνατότητας ή του πιθανού, π.χ. Oι καθηγητές ήταν σίγουροι ότι ο Χατζής θα είναι ο πρώτος μαθητής. Οι γονείς του Χατζή πίστευαν ότι ο γιος τους θα αρίστευε.

 

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:


Το τελικό ν των αρνητικών επιρρημάτων δε(ν) και μη(ν) διατηρείται στον γραπτό και τον προφορικό λόγο μόνο στις περιπτώσεις που ακολουθούν φωνήεντα ή τα κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ. Bλ. και στο κεφάλαιο Φωνητική – Φωνολογία, ενότητα 2.2, σ. 21.

Βουλητικές προτάσεις

Βουλητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων και εκφράσεων που δηλώνουν συνήθως βούληση, όπως θέλω, ζητώ, προτρέπω, επιθυμώ, εμποδίζω κτλ.

 

Οι βουλητικές προτάσεις λειτουργούν ως:

Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που έχουν βουλητική σημασία (θέλω, επιθυμώ, μπορώ, εμποδίζω κτλ.), π.χ. Οι μαθητές της Α΄ τάξης δεν μπορούν να λύσουν τις ασκήσεις των μαθηματικών.

Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου (πρέπει, απαγορεύεται, είναι δυνατό κτλ.), π.χ. Δεν είναι δυνατό να δουλεύει κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ.

Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και σε αντωνυμίες δεικτικές ή αόριστες, π.χ. Ο Φάνης ζούσε με μια ελπίδα, να γυρίσει στην πατρίδα του.

Προσδιορισμός σε ουσιαστικά και επίθετα που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία που έχουν τα ρήματα και οι εκφράσεις των προηγούμενων παραγράφων (πόθος, θέληση, πρόθυμος, έτοιμος κτλ.), π.χ. Η Ιφιγένεια ήταν πάντα πρόθυμη να απαντήσει σε ό,τι τη ρωτούσε ο καθηγητής.

Οι βουλητικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν) και εκφέρονται συνήθως με υποτακτική, π.χ. Θέλει πάντα να μην είναι μόνος του.

Σε ορισμένες περιπτώσεις οι βουλητικές προτάσεις εκφέρονται με τύπους παρελθοντικού χρόνου, γιατί εκφράζεται είτε απραγματοποίητη ευχή είτε η επιθυμία ή απλώς η σκέψη αυτού που μιλά, π.χ. Ήθελε να ήταν μικρός να έπαιζε στη γειτονιά του. Είναι αδύνατο να έφτασε τόσο νωρίς στο σπίτι του.

 

Ενδοιαστικές προτάσεις

Ενδοιαστικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ενδοιαστικούς (ή διστακτικούς) συνδέσμους (μη[ν], μήπως) και εκφράζουν κάποιο ενδοιασμό για το μήπως γίνει ή δε γίνει κάτι.

 

Οι ενδοιαστικές προτάσεις λειτουργούν ως:

Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που δηλώνουν φόβο ή ανησυχία (φοβάμαι, ανησυχώ, έχω την υποψία κτλ.), π.χ. Ανησυχούσε η μητέρα του Γιώργου μήπως και δε γράψει ο γιος της στις εξετάσεις.

Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και σε δεικτικές και αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Είχε πάντα την ίδια αγωνία, μήπως δεν προλάβει το αεροπλάνο.

Προσδιορισμός σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και των ουσιαστικών των προηγούμενων παραγράφων, π.χ. Έβρεχε πολύ και γι' αυτό τους κυρίεψε ο φόβος μήπως δεν μπορέσουν να περάσουν το ποτάμι.

Οι ενδοιαστικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με υποτακτική, π.χ. Φοβάται μήπως δεν μπορέσει να φέρει τη δουλειά σε πέρας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ο ομιλητής θέλει να παρουσιάσει κάτι ως πραγματικό, εκφέρονται και με οριστική, π.χ. Είχε τον φόβο μήπως τον είδαν έξω από το σχολείο.

 

Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις

Πλάγιες ερωτηματικές (πλάγιες ερωτήσεις) ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.), με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πώς, πότε κτλ.) και με ορισμένους συνδέσμους, όπως τους αν, γιατί, μήπως, και εκφράζουν ερώτηση ή απορία. Διακρίνονται, όπως και οι ερωτηματικές προτάσεις (ευθείες ερωτήσεις), σε προτάσεις ολικής και μερικής άγνοιας (βλ. σ. 112).

 

Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις λειτουργούν ως:

Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που δηλώνουν ερώτηση, απορία, αίσθηση, αμφιβολία κτλ.(ρωτώ, απορώ, νιώθω, βλέπω, αμφιβάλλω, δεν έχω ιδέα, δεν είμαι βέβαιος κτλ.), π.χ. Νιώθω πόσο πολύ θέλεις να πετύχεις στη σχολή της προτίμησής σου.

Υποκείμενο σε απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, π.χ. Δεν είναι ακόμη γνωστό πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος.

Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και εκφράσεων των προηγούμενων παραγράφων (π.χ. ερώτηση, απορία, αμφιβολία κτλ.) και σε δεικτικές και αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Ο Ανδρέας έχει πάντα την ίδια απορία, αν η παιδαγωγική είναι επιστήμη ή όχι.

Προσδιορισμός σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και εκφράσεων των προηγούμενων παραγράφων, π.χ. Ο καθηγητής μας κ. Ιωάννου ξεκινούσε πάντα το μάθημά του με την ερώτηση αν έχουμε διαβάσει το μάθημά μας.

Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) (όταν υπάρχει να, έχουν άρνηση μη[ν]) και εκφέρονται με οριστική που εκφράζει κάτι πραγματικό ή μια δυνατότητα και υποτακτική που εκφράζει απορία, π.χ. Απορούμε όλοι οι φίλοι του γιατί δεν έρχεται στις εκδηλώσεις τελευταία. Φαντάζεσαι τι θα μπορούσε να πετύχει με λίγη προσπάθεια παραπάνω; Αναρωτιέμαι γιατί να μην έρχεται ακόμα.

β. Επιρρηματικές προτάσεις

Στις επιρρηματικές προτάσεις ανήκουν οι αιτιολογικές, οι τελικές, οι αποτελεσματικές, οι υποθετικές, οι εναντιωματικές-παραχωρητικές, οι χρονικές και οι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις.2

 

Αιτιολογικές προτάσεις

Αιτιολογικές ονομάζονται οι προτάσεις που εισάγονται με αιτιολογικούς συνδέσμους (γιατί, επειδή, αφού, τι [ποιητικό]) και με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (καθώς, που, μια και κτλ.) και δηλώνουν την αιτία.

Οι αιτιολογικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με απλή οριστική, με οριστική που δηλώνει δυνατότητα και οριστική που δηλώνει πιθανότητα, π.χ. Χάρηκα πολύ, επειδή έμαθα πως είσαι καλά. Bιάστηκα, γιατί θα ερχόσουν γρήγορα. Μη στενοχωριέσαι, γιατί θα είναι όλα εύκολα.

Τελικές προτάσεις (ή προτάσεις του σκοπού)

Τελικές προτάσειςτου σκοπού) ονομάζονται οι προτάσεις που εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να, να) και δηλώνουν σκοπό.

 

Οι τελικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν) και εκφέρονται κανονικά με υποτακτική, π.χ. Έφυγε γρήγορα, για να φέρει το τετράδιό του.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ο ομιλητής δηλώνει σκοπό ανεκπλήρωτο, οι τελικές προτάσεις εκφέρονται με παρατατικό, π.χ. Ήθελε να ήταν συντονιστής της συζήτησης, για να του έδινε τον λόγο.

Αποτελεσματικές (ή συμπερασματικές) προτάσεις

Αποτελεσματικέςσυμπερασματικές) ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, που) και με εκφράσεις αντίστοιχες με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε να, που να, για να κτλ.) και δηλώνουν το αποτέλεσμα που προκύπτει από το νόημα της κύριας πρότασης.

 

Από τις αποτελεσματικές προτάσεις, όσες εισάγονται με τους συνδέσμους ώστε και που έχουν άρνηση δε(ν), ενώ όσες εισάγονται με εκφράσεις που περιέχουν το να έχουν άρνηση μη(ν).

Όταν εισάγονται με το ώστε και το που, εκφέρονται με οριστική απλή ή με οριστική που εκφράζει τη δυνατότητα ή την πιθανότητα, π.χ. Tα αυτοκίνητα πήγαιναν τόσο αργά, που έμοιαζαν σταματημένα. Ήταν τόσο στενοχωρημένοι, ώστε τίποτα δε θα τους έκανε να γελάσουν. Όταν εισάγονται με εκφράσεις που έχουν το να, εκφέρονται με υποτακτική, π.χ. Του δόθηκαν τόσες λίγες ευκαιρίες, ώστε να μην μπορεί να κάνει τίποτα.

Υποθετικές προτάσεις

Υποθετικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους(αν, εάν, άμα) και ανάλογες εκφράσεις (εφόσον, έτσι και, στην περίπτωση που) και εκφράζουν την προϋπόθεση που ισχύει, για να γίνει αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση. Μια υποθετική πρόταση μαζί με την κύρια που την προσδιορίζει αποτελεί έναν υποθετικό λόγο. Η υποθετική πρόταση λέγεται υπόθεση, ενώ η κύρια απόδοση.

Οι υποθετικές προτάσεις διακρίνονται σε διάφορα είδη, τα οποία προκύπτουν από κριτήρια σημασιολογικά και γραμματικά. Σύμφωνα με ορισμένες κατηγοριοποιήσεις, τα είδη των υποθετικών λόγων είναι τα εξής δύο:

 

α) Υποθετικές προτάσεις του πραγματικού: είναι αυτές στις οποίες, αν αληθεύει αυτό που εκφράζεται στην υπόθεση, τότε αληθεύει και αυτό που εκφράζεται στην απόδοση, π.χ. Αν του μιλήσεις, θα σ' ακούσει. Το ρήμα στην υποθετική πρόταση βρίσκεται σε οριστική οποιουδήποτε χρόνου, εκτός παρατατικού και υπερσυντέλικου, ενώ στην απόδοση βρίσκεται σε οποιαδήποτε έγκλιση, π.χ. Αν θέλεις να είσαι υγιής, μην κάνεις καταχρήσεις.

 

β) Υποθετικές προτάσεις του μη πραγματικού: είναι αυτές στις οποίες εκείνο που εκφράζεται στην υπόθεση ούτε πραγματοποιήθηκε ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί, και το ίδιο συμβαίνει και με αυτό που εκφράζεται στην απόδοση, π.χ. Αν την ήξερε, θα την αναγνώριζε. Το ρήμα στην υποθετική πρόταση βρίσκεται σε παρατατικό ή υπερσυντέλικο, ενώ στην απόδοση έχουμε το θα με παρατατικό ή υπερσυντέλικο, π.χ. Αν είχαμε φτάσει νωρίς, θα είχαμε προλάβει τα αδέλφια σου.

 

Σύμφωνα με άλλες κατηγοριοποιήσεις, προστίθενται στα παραπάνω είδη και τα εξής:

 

α) Υποθετικές προτάσεις της απλής σκέψης του ομιλητή: σε αυτές ό,τι εκφράζεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως μια άποψη, υποκειμενική γνώμη του ομιλητή, χωρίς να εξετάζεται αν είναι πραγματοποιήσιμο ή όχι, π.χ. Αν επέμενε περισσότερο ο Σωτήρης, θα λυνόταν η παρεξήγηση. Το ρήμα στην υποθετική πρόταση βρίσκεται σε οριστική παρατατικού, ενώ στην απόδοση έχουμε το θα με οριστική παρατατικού ή οριστική μέλλοντα, π.χ. Αν μένατε μόνοι, θα τελειώνατε τις εργασίες του σχολείου.

 

β) Υποθετικές προτάσεις του προσδοκώμενου ή του επαναλαμβανόμενου: σε αυτές ό,τι εκφράζεται στην υπόθεση παρουσιάζεται ως κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα ή κάτι που επαναλαμβάνεται συνεχώς, π.χ. Αν κλείσεις την τηλεόραση, θα σου μιλήσω. Αν διαβάσει πολύ, δε φοβάται τις εξετάσεις.

 

Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι που περιμένουμε να γίνει με βεβαιότητα (προσδοκώμενο), το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου ή σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική μέλλοντα ή προστακτική, π.χ. Αν θυμηθείς όσα σου είπα την προηγούμενη φορά, έλα.

 

Στην περίπτωση που η υποθετική πρόταση εκφράζει κάτι ως επαναλαμβανόμενο, τότε το ρήμα της βρίσκεται σε υποτακτική αορίστου και σπανιότερα παρακειμένου και το ρήμα της απόδοσης σε οριστική ενεστώτα, π.χ. Αν ξενυχτήσει, ξυπνάει άρρωστος το πρωί.

Παρατηρήσεις

Υπόθεση μπορεί να εκφραστεί και με ευθεία ερώτηση, π.χ. Θέλεις χρήματα; Δούλεψε (= αν θέλεις χρήματα, δούλεψε).

Σε έναν υποθετικό λόγο η υποθετική πρόταση μπορεί να προηγείται της κύριας (απόδοση), μπορεί όμως και να ακολουθεί, π.χ. Αν ζητήσει πολλά, θα χάσει και τα λίγα. Θα χάσει και τα λίγα, αν ζητήσει πολλά.

Σε έναν υποθετικό λόγο μπορεί να έχουμε δύο ή και περισσότερες υποθετικές προτάσεις με αντίθετο περιεχόμενο και μία απόδοση. Η σύνδεση των υποθετικών προτάσεων σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται μετά είτε … είτε χωρίς υποθετικό σύνδεσμο ή με το και … και με υποθετικό σύνδεσμο, π.χ. Είτε έρθεις είτε δεν έρθεις, εγώ θα φύγω.

Υπάρχουν στη νέα ελληνική προτάσεις που εισάγονται με τον υποθετικό σύνδεσμο αν / εάν, αλλά εκτός από υπόθεση εκφράζουν και διάφορες άλλες σχέσεις, όπως:

Αιτία, π.χ. Αν δεν έρθει πρώτος στους αγώνες ο ανιψιός μου, δε λυπάμαι.

Αντίθεση, π.χ. Αν είναι καλοί αυτοί στο κολύμπι, εμείς είμαστε στο περπάτημα.

Αποτέλεσμα, π.χ. Αν έχει καλή υγεία, το οφείλει στην περιποίηση που έχει.

Εναντιωματικές και παραχωρητικές προτάσεις

Εναντιωματικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους εναντιωματικούς /παραχωρητικούς συνδέσμους (αν και, ενώ, μολονότι) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με τους παραπάνω συνδέσμους (αντί να, παρ' όλο που, ακόμη κι αν, και ας, έστω κι αν κτλ.) και δηλώνουν αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση, π.χ. Ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, είχε πάντοτε στη ζωή του επιτυχίες.

Παραχωρητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τις εκφράσεις και αν, που να, ας κτλ. και δηλώνουν παραχώρηση ή και αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση, το οποίο θεωρείται ενδεχόμενο ή μη πραγματικό, π.χ. Θα περάσεις να τον δεις, που να χαλάσει ο κόσμος.

 

Οι εναντιωματικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν), αλλά και μη(ν) –όταν εισάγονται με το και ας–, και εκφέρονται με οριστική, π.χ. Αν και δεν ήταν μορφωμένος, μιλούσε θαυμάσια. Οι παραχωρητικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν)δε[ν], αν εισάγονται με το ακόμα κι αν) και εκφέρονται με οριστική παρελθοντικού χρόνου και με υποτακτική, π.χ. Θα δεχτούν να εργαστούν τις αργίες, ακόμη κι αν δεν πάρουν χρήματα.

Χρονικές προτάσεις

Χρονικές προτάσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους (όταν, σαν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, όποτε, ώσπου, ωσότου) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με χρονικούς συνδέσμους (όσο, ό,τι, εκεί που, έως ότου, κάθε που κτλ.) και δηλώνουν πότε γίνεται αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση.

Πιο ειδικά, οι χρονικές προτάσεις εκφράζουν κάτι που έγινε πριν από (προτερόχρονο), μετά από (υστερόχρονο) ή συγχρόνως με (σύγχρονο) αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση, π.χ. Αφού ετοίμασε όλα του τα πράγματα, ξεκίνησε για το ταξίδι [προτερόχρονο]. Θα επιμένει καθημερινά στις απόψεις του, έως ότου πεισθούν όλοι [υστερόχρονο]. Όποτε μπαίνει στην τάξη ο Γιώργος, η Ανθή γελάει [σύγχρονο].

 

Οι χρονικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν), εκτός αν εισάγονται με έκφραση που περιέχει να, οπότε έχουν άρνηση μη(ν). Εκφέρονται συνήθως ως εξής:

Με οριστική, όταν δηλώνουν πραγματικό γεγονός, π.χ. Καθώς προχωρούσε αμέριμνος στον δρόμο, ήρθε ξαφνικά επάνω του ένα σπουργίτι.

Με οριστική που δηλώνει δυνατότητα, όταν εκφράζουν κάποιο γεγονός που ενδέχεται να γίνει, π.χ. Όταν θα απολυόταν από τον στρατό, θα έβαζε τις βάσεις για μια νέα δουλειά.

Με υποτακτική αορίστου, όταν δηλώνουν μια προσδοκώμενη πράξη, π.χ. Η Έφη θα πάρει το πτυχίο της, πριν να πάρει ο Γιάννης απολυτήριο.

Με υποτακτική ενεστώτα και αορίστου, όταν δηλώνουν μια πράξη που επαναλαμβάνεται συνεχώς, π.χ. Όποτε διαβάσει Φυσική, νιώθει συνεπαρμένος.

γ. Αναφορικές προτάσεις

Αναφορικές προτάσεις ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες (που, ο οποίος, όσο, ό,τι κτλ.) και αναφορικά επιρρήματα (όπως, όπου κτλ.) και είτε αναφέρονται σε κάποιον όρο της κύριας πρότασης (π.χ. Μου έδωσε τις φωτογραφίες που ήθελε) είτε είναι οι ίδιες όρος της κύριας πρότασης (π.χ. Πηγαίνει όπου θέλει).

Οι προτάσεις που αναφέρονται σε κάποιον όρο (συνήθως ουσιαστικό) της κύριας πρότασης ονομάζονται επιθετικέςεξαρτημένες) αναφορικές προτάσεις. Εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες ο οποίος, η οποία, το οποίο και που και λειτουργούν ως επιθετικοί προσδιορισμοί. Διακρίνονται ως προς τη σχέση τους με τον προσδιοριζόμενο όρο σε περιοριστικέςπροσδιοριστικές) και σε μη περιοριστικέςπροσθετικές ή πλεοναστικές). Οι περιοριστικές εξειδικεύουν περισσότερο τον όρο αναφοράς, αφού περιέχουν μια πληροφορία απαραίτητη για τον ακριβή προσδιορισμό αυτού στο οποίο αναφέρονται, ενώ οι μη περιοριστικές δίνουν μια πρόσθετη πληροφορία στον όρο αναφοράς, η οποία δεν είναι απαραίτητη για τον ακριβή προσδιορισμό του, π.χ. Το σχολικό βιβλίο της Γεωγραφίας που διαβάζω δεν το καταλαβαίνω (περιοριστική). Το σχολικό βιβλίο της Γεωγραφίας, που έγραψε η Αρβανίτη, δεν το καταλαβαίνω (μη περιοριστική). Οι μη περιοριστικές αναφορικές προτάσεις μπαίνουν στον γραπτό λόγο ανάμεσα σε κόμματα, ενώ οι περιοριστικές δεν μπαίνουν.

Οι προτάσεις που είναι οι ίδιες όρος της κύριας πρότασης (και δεν αναφέρονται σε άλλο όρο της κύριας πρότασης) ονομάζονται ελεύθερες αναφορικές προτάσεις και διακρίνονται σε ονοματικές και επιρρηματικές ελεύθερες αναφορικές προτάσεις (βλ. παρακάτω).

 

Οι αναφορικές προτάσεις γενικά διακρίνονται στις ονοματικές και στις επιρρηματικές.

Ονοματικές αναφορικές προτάσεις είναι όσες εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και λειτουργούν ως ονόματα και ονοματικές φράσεις. Στον λόγο έχουν θέση υποκειμένου ή αντικειμένου ή κατηγορουμένου ή προσδιορισμού, π.χ. Όποιος βιάζεται σκοντάφτει (υποκ.). Έχεις τη γνώμη που μου αρέσει (προσδ.). Ειδικά οι ονοματικές ελεύθερες αναφορικές προτάσεις εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες όποιος, -α, -ο, όσος, -η, -ο, ό,τι, οποιοσδήποτε κτλ. και δεν έχουν θέση προσδιορισμού, π.χ. Όποιος δε θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει (υποκ.). Να του ζητήσεις όσα θέλεις (αντικ.).

Επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις είναι όσες εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα ή με άλλους αναφορικούς επιρρηματικούς προσδιορισμούς και λειτουργούν ως επιρρήματα, τα οποία προσδιορίζουν έναν άλλο όρο μιας πρότασης, συνήθως επιρρηματικό, π.χ. Πήγαινε εκεί όπου θέλεις. Τους άρεσε το σπίτι όπου πήγαιναν. Οι σχέσεις που δηλώνουν οι επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις είναι του τόπου (π.χ. Θα φτάσει εκεί όπου θα φτάσεις κι εσύ), του χρόνου (π.χ. Έρχεται όποια στιγμή θέλει), του τρόπου (π.χ. Του συμπεριφέρεται όπως νομίζει καλύτερα), του ποσού (π.χ. Όσο ανεβαίνεις στην κλίμακα της διοίκησης, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα), της συμφωνίας (π.χ. Θα γίνουν όλα, όπως τα συμφωνήσαμε), της εναντίωσης (π.χ. Όσο κι αν προσπαθήσει, δε θα τα καταφέρει) και της παρομοίωσης (π.χ. Πορευόμαστε στην οικονομία όπως πορεύεται η χελώνα στο δάσος). Ειδικά οι επιρρηματικές ελεύθερες αναφορικές προτάσεις εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα όπως, όπου, οπουδήποτε, όποτε, οποτεδήποτε, όσο, οσοδήποτε και εκφράζουν τις ίδιες με τις παραπάνω επιρρηματικές σχέσεις.

Oι αναφορικές προτάσεις συνήθως έχουν άρνηση δε(ν), ενώ, όταν υπάρχει ο σύνδεσμος να, έχουν άρνηση μη(ν). Εκφέρονται κανονικά με τις εξής εγκλίσεις:

α)   Απλή οριστική, π.χ. Τα γεγονότα έγιναν όπως τα προβλέψαμε.

β)   Οριστική που εκφράζει την πιθανότητα, π.χ. Προτιμούσε να πάει εκεί, όπου θα περνούσε καλύτερα.

γ)   Οριστική που εκφράζει τη δυνατότητα, π.χ. Αυτός ήταν ο ηθοποιός που θα κέρδιζε τον θαυμασμό του κόσμου.

δ)   Υποτακτική, π.χ. Θα ήθελε έναν συνεργάτη που να ξέρει να χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Οι αναφορικές αιτιολογικές, τελικές, αποτελεσματικές, υποθετικές και εναντιωματικές ή παραχωρητικές προτάσεις εκφέρονται με τις εγκλίσεις που εκφέρονται οι αντίστοιχες επιρρηματικές δευτερεύουσες προτάσεις.

Παρατηρώ και καταλαβαίνω…

 

1. Ο σύνδεσμος και είναι ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος στη νέα ελληνική παρατακτικός σύνδεσμος, ο οποίος παίρνει και διάφορες σημασίες κατά τη σύνδεση των προτάσεων. Παρατηρήστε στα παρακάτω παραδείγματα μερικές από τις σημασίες που παίρνει ο σύνδεσμός και.

 

α. Η Φανή πήρε το φάρμακό της και ξεκίνησε για τη δουλειά (και ύστερα …).

β. Έβλεπε το κύμα κι ερχόταν καταπάνω του (να έρχεται …).

γ. Πλησίασαν στην πλατεία φοιτητές και φώναζαν συνθήματα κατά της κυβέρνησης (που φώναζαν …).

δ. Μη διαβάζεις τα μαθήματά σου και θα δεις τι βαθμούς θα πάρεις (και τότε …).

ε. Στην τελετή ήταν και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της Βουλής (ακόμη και …).

στ. Κάνει τον νοικοκύρη κι όλα στο σπίτι του είναι άνω κάτω (αλλά …).

 

Παρατηρούμε στα παραπάνω παραδείγματα ότι ο και άλλοτε έχει χρονική σημασία (α), άλλοτε αντιστοιχεί με το να σε βουλητικές προτάσεις (β), άλλοτε με το που σε αναφορικές προτάσεις (γ), άλλοτε εκφράζει τη συνέπεια της πράξης που προηγείται (δ), άλλοτε έχει επιδοτική σημασία (ε) και άλλοτε έχει σημασία αντιθετική (στ).

 

2. Η λέξη να (σύνδεσμος και μόριο) χρησιμοποιείται πολύ συχνά στον λόγο και εισάγει προτάσεις οι οποίες λειτουργούν είτε ως αντικείμενο είτε ως υποκείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που έχουν τη σημασία του θέλω (βουλητική), του μπορώ (δυνητική), του εμποδίζω (απαγορευτική), του αισθάνομαι (αίσθησης) ή ακόμη του συνηθίζω, ξεχνώ, ορκίζομαι, βιάζομαι κτλ. Οι προτάσεις που εισάγονται με το να δεν έχουν πάντα βουλητική σημασία. Παρατηρήστε στα παρακάτω παραδείγματα το είδος των προτάσεων που εισάγονται με το να και τη σημασία που παίρνει το ρήμα της κύριας πρότασης κάθε φορά.

 

α. Απαγορεύεται να καπνίζετε στις αίθουσες.

β. Αδυνατούμε να εξηγήσουμε τη συμπεριφορά του.

γ. Τρέχει να προλάβει το τρένο.

δ. Να σας ενοχλήσω;

ε. Να έρθετε αμέσως εδώ.

στ. Συνέχεια του έδινε την ίδια συμβουλή, να προσέχει τους υποκριτές.

ζ. Έχεις να κάνεις ακόμα πιο πολλά για την εκπαίδευση.

 

Παρατηρούμε ότι στις φράσεις α και β οι προτάσεις που εισάγονται με το να είναι βουλητικές, ενώ στη φράση γ η πρόταση είναι τελική, στη δ κύρια ερωτηματική, στην ε κύρια προστακτική (ή επιθυμίας) και στη στ λειτουργεί ως επεξήγηση στο ουσιαστικό συμβουλή. Τέλος στη φράση ζ, η πρόταση που εισάγεται με το να δίνει στο ρήμα της κύριας πρότασης (έχεις) τη σημασία του «οφείλω», «μπορώ».

 

3. Οι αναφορικές προτάσεις άλλοτε προσδιορίζουν και διασαφηνίζουν το αντικείμενο αναφοράς που βρίσκεται στην κύρια πρόταση (περιοριστικές) και άλλοτε δίνουν απλώς ένα πρόσθετο και γνωστό στοιχείο σ' αυτό (μη περιοριστικές). Στον γραπτό λόγο η διαφορά μεταξύ των δύο ειδών γίνεται εμφανής με τη στίξη. Παρατηρήστε παρακάτω τα τρία ζευγάρια φράσεων.

 

α1.Τα βιβλία της βιβλιοθήκης που είναι άδετα στάλθηκαν για βιβλιοδεσία.

α2.Τα βιβλία της βιβλιοθήκης, που είναι άδετα, στάλθηκαν για βιβλιοδεσία.

β1.Όλοι οι μαθητές της Β' τάξης που έχουν πρόβλημα στην ορθογραφία κάνουν ενισχυτική διδασκαλία.

β2.Όλοι οι μαθητές της Β' τάξης, που έχουν πρόβλημα στην ορθογραφία, κάνουν ενισχυτική διδασκαλία.

γ1. Οι ασθενείς που πάσχουν από ανίατες ασθένειες αναπτύσσουν αμυντικές δυνάμεις.

γ2. Οι ασθενείς, που πάσχουν από ανίατες ασθένειες, αναπτύσσουν αμυντικές δυνάμεις.

 

Παρατηρούμε ότι στα α1, β1 και γ1 οι αναφορικές προτάσεις αναφέρονται στα υποκείμενα της κύριας πρότασης και τα προσδιορίζουν, ενώ στα α2, β2 και γ2 προσθέτουν σ' αυτά ένα χαρακτηριστικό. Πιο συγκεκριμένα, στο παράδειγμα α1 ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι δεν είναι όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης άδετα και ότι στάλθηκαν για βιβλιοδεσία μόνο όσα είναι άδετα. Στο παράδειγμα α2 ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης είναι άδετα και ότι στάλθηκαν όλα για βιβλιοδεσία. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα παραδείγματα β και γ.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ     

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ / ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ

Ειδικές

Αιτιολογικές

Βουλητικές

Τελικές ή του σκοπού

Ενδοιαστικές

Αποτελεσματικές ή συμπερασματικές

Πλάγιες ερωτηματικές

Υποθετικές

Αναφορικές

Εναντιωματικές και παραχωρητικές

Χρονικές

Αναφορικές


1. Οι αναφορικές ονοματικές προτάσεις εξετάζονται μαζί με τις αναφορικές επιρρηματικές στο τέλος της παρούσας ενότητας.

2. Οι αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις εξετάζονται μαζί με τις αναφορικές ονοματικές στο τέλος της παρούσας ενότητας.